Search This Blog

Thursday, October 22, 2009

Eλλάδα,Τουρκία με τα μάτια ενός Βρετανού συγγραφέα



(Σημείωση: To To άρθρο αυτό είναι αναδημοσίευση του άρθρου στον ιστότοπο omhroi.gr . To αρχικό άρθρο μαζί με τα σχόλια των χρηστών του αναφερθέντος ιστότοπου βρίσκεται εδώ .)
 
Διαβάζοντας τα νέα σε ένα break από τον προγραμματισμό, σταμάτησα στη βρετανική Γκάρντιαν. Είδα μια εισαγωγή για ένα βιβλίο και μου προξένησε τεράστια εντύπωση. Ο Louis de Bernieres είναι ένα άτομο που δεν είναι ο απλός τουρίστας στην Ελλάδα. Είναι όμως ο συγγραφέας του "Birds without wings". Ανήκει πολιτικά στο Κέντρο και, τουλάχιστον για μένα, παρόλο που διαφωνώ με μερικά λεγόμενα, έδωσε με τον πλέον γλαφυρό τρόπο, μια περιεκτική θεώρηση των σχέσεων Ελλάδος Τουρκίας, αγγίζοντας απλοποιημένη Ιστορία και σχολιάζοντας θέματα που μας απασχολούν με δόση σαρκασμού.

Έκανα λοιπόν τον κόπο να ρίξω μια ελεύθερη μετάφραση στα Ελληνικά στα περισσότερα μέρη του κειμένου που αποτελεί εισαγωγική παρουσίαση τυ βιβλίου του, γιατί αξίζει τον κόπο να διαβαστεί η περιγραφή του.

Επειδή φιλόλογος δεν είμαι και το κείμενο δεν έχει μεταφραστεί ολόκληρο, θα το βρείτε στην Αγγλική σε αυτήν εδώ τη διεύθυνση.

Με το μπαρδόν για όποια ορθογραφικά λάθη.

Φιλικά


Ο Γιώργος Σεφέρης ξεκινά ένα από τα πιό διάσημα ποιήματά του με τα λόγια «Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει», έγραψε σαν Έλληνας σε μια περίοδο κατά την οποία η χώρα του ήταν σε αναβρασμό, και πληγώθηκε από την Ελλάδα με έναν τρόπο που κανένας ξένος σαν και μένα δεν μπορεί να πληγωθεί. Γράφοντας το 1936, είδε την Ελλάδα σαν ένα μέρος που «δεν ξέρουμε τίποτα, δεν ξέρουμε ότι είμαστε όλοι άνεργοι ναύτες», ένα μέρος που είναι στο πουθενά, που οι κάτοικοι δεν μπορούν να κρατηθούν από τη φυγή, αλλά (σαν μέρος) που «ταξιδεύει, πάντοτε ταξιδεύει».

Δεν ήξερε ότι η Ελλάδα ταξίδευε προς ένα παγκόσμιο πόλεμο και ξένη κατοχή, έναν εμφύλιο, μια μακρά περίοδο απαξίωσης της Αριστεράς, που σμήλευσε τη χούντα. Αλλά στα σίγουρα, όλα αυτά θα τον πλήγωναν. Από την άλλη μεριά όμως, νομίζω ότι θα χαίρονταν πολύ με την είσοδο της Ελλάδος στην Ε.Ε., τη νεότερη αφοσίωσή της να ορθοστατήσει, τη δημοκρατική της εξέλιξη και την επιτυχία της στη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων - άν και ολόκληρος ο κόσμος περίμενε χαρούμενα την αποτυχία τους όταν κάτι θα πήγαινε στραβά. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα σταμάτησε απλά να ταξιδεύει και η άφιξή της έχει αρχίσει.

Η δική μου σχέση με την Ελλάδα είναι μια που άλλαξε τη ζωή μου κατά τέτοιο τρόπο που τελικά απέφερε πολύ περισσότερα από αυτά που γράφω στη νουβέλα μου. Είναι μια σχέση που επέφερε αγάπη αλλά και δυσκολία, υπερβολική ενόχληση αλλά και ευχαρίστηση. Σαν τους περισσότερους ξένους, πρωτοπήγα εκεί σαν τουρίστας. Ήμουν στα 28 μου, με μια γυναίκα που, χωρίς να το ξέρω, προσπαθούσε να βρει τρόπο να ξεφορτωθεί τη σχέση μας. Περάσαμε δυό βδομάδες σε ένα απαίσιο μέρος της Κέρκυρας, γεμάτο αλογόμυγες, με τις ηχηρές ντισκοτέκ όλο το βράδι και τα γαβγίζοντα σκυλιά που τις συνόδευαν. Οι γείτονές μας στα δωμάτια ήταν ένας πατέρας και γιός από τη Γλασκόβη, και οι δυό χασάπηδες, που ήρθαν στην Ελλάδα γιατί υπολόγισαν ότι ακόμα και με το κόστος του αεροπορικού ταξιδιού συνυπολογιζόμενο, ήταν φθηνότερο να μεθάς για δυό βδομάδες στην Ελλάδα παρά στη Γλασκόβη. Έβγαιναν μόνο το βράδι και τη μέρα κοιμόντουσαν από τα μεθύσια τους. Ήταν χοντροκομμένοι και άσπροι σα βρυκόλακες.

Η πέτρινη παραλία ήταν γεμάτη με γόπες και τενεκεδάκια μπύρας. Μου άρεσε το κρασί και το φαγητό, αλλά αυτό ήταν μια καλή αρχή.

Την τελευταία βραδιά, η λεγάμενη μου έφερε τα κακά μαντάτα. Έμαθα ότι με παράτησε και κάθοντας στην άκρη του κρεβατιού καθώς τα σκυλιά γάβγιζαν, μιλούσαμε για το τι πραγματικά θέλουμε από τη ζωή μας. Ήταν σε αυτή τη στιγμή απόγνωσης που η Μούσα με χτήπησε φιλικά στον ώμο και μου υπενθύμισε αυτό που ήθελα από τα 12 χρόνια μου, να γίνω συγγραφέας. Επτά χρόνια αργότερα έγραψα τη πρώτη μου νουβέλα. Αυτή που έγραψα όταν επέστρεψα από την Κέρκυρα δε είδε ποτέ το φως της μέρας, αλλά ήταν καλή και αναγκαία εξάσκηση.

Είχα ορκιστεί να μην επιστρέψω ποτέ στην Ελλάδα αλλά τελικώς κατάλαβα ότι έπρεπε να υπάρχει ένας εξορκισμός. Πέρασα δύο ανέμελες βδομάδες μόνος μου, σε ένα υπέροχο κομμάτι της Κέρκυρας, κάνοντας γυμνός ηλιοθεραπεία σε μια μεγάλη ερημική παραλία. Βρήκα φίλο το Νίκο, έναν Έλληνα σερβιτόρο και αγρότη, που ενθάρρυνε το ενδιαφέρον μου για τη μουσική που έπαιζε κάθε βράδι στην ταβέρνα του. Μου έγραψε τα ονόματα «Χατζιδάκης, Ξαρχάκος, Θεοδωράκης». Μου είπε να μην αγοράζω τίποτα από τα σουβενίρ αλλά να πάω σε ένα σωστό δισκάδικο. Ανακάλυψα ότι για χρόνια η Ελλάδα απολάμβανε την καλύτερη μουσική στον κόσμο γιατί όλοι οι κορυφαίοι μουσικογράφοι έγραφαν με τους στίχους των καλύτερων ποιητών. Είναι κάτι που δεν μπορεί να το φανταστεί κάποιος στη Βρετανία, με τους εκεί μουσικογράφους να απασχολούνται συνεχώς με το πως θα εντυπωσιάσουν τους συναδέρφους τους και τους ποιητές να μην γράφουν ή να μην μπορούν να γράψουν στίχους. Από τη μουσική πήγα στην ποίηση-Σεφέρη, Σικελιανό, Καβάφη,. Ελύτη, Ρίτσο, Γκάτσο – και τα γραφόμενά τους έγιναν σε τέτοιο βαθμό μέρος της διανόησης και γραμματοσύνης μου, που δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτά. Δεν νομιίζω ότι έχουμε κάτι αντίστοιχό τους.

Όλα αυτά ήταν αποζημίωση για την απογοήτευση της ανακάλυψης ότι η Ελλάδα δεν είναι πλέον η γη των φιλόσοφων που φανταζόμουν κατά τη διάρκεια των κλασσικών μου σπουδών στη Φιλοσοφική του Μάντσεστερ. Άνθρωποι σαν και μένα πήγαιναν στην Ελλάδα περιμένοντας να δουν άτομα ντυμένα σε τόγκα και να κρατούν πάπυρους. Η Ελλάδα, πάντως, δεν έχει σημαντικούς μοντέρνους φιλόσοφους, και, παρόλο που ονομάζει δρόμους με αρχαίες μεγαλοπρέπειες, καμιά σχέση δεν βρίσκεται στην πραγματικότητα. Οι μοντέρνοι Έλληνες κοιτούν τη χρυσή εποχή όχι στην Αθήνα του Περικλή αλλά στο Χριστιανικό Βυζάντιο. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ακόμα απόλυτο μονοπώλειο όσον αφορά την ιστορική και μεταφυσική αλήθεια και οι άνθρωποι έχουν συναισθηματικό δεσμό με αυτή. Είναι μύθος αλλά οι Έλληνες παραμένουν σαφέστατα ευγνώμονες στην Εκκλησία για την διατήρηση των παραδόσεών τους από τους άξεστους Τούρκους. Προσωπικά θεωρώ απαίσια τη λατρεία που επιδεικνύουν στους Ιερείς, και παρόλο που η χώρα παράγει καλούς ποιητές και μουσικούς, δεν μπορεί να γαλουχήσει αυθεντική σκέψη.

Η θετική πλευρά της Εκκλησίας είναι ότι τα Μυστήρια και οι γιορτές είναι παντελώς συνυφασμένα στην Ελληνική κοινωνική ζωή και αποτελούν μέρος του τρόπου που οι Έλληνες γλεντούν, και σε αυτό αριστεύουν. Ρωτούν μερικοί για τη σχέση μου με την Ελλάδα, μερικώς διότι υπήρχε μια διαφωνία σχετικά με το άν υπήρξα δίκαιος με τους Αριστερούς παρτιζάνους στο Β Παγκόσμιο. Η διαφωνία δημιουργήθηκε επίτηδες από τη «Γκάρντιαν», όταν έστειλε ένα δημοσιογράφο στην Ελλάδα να «ενημερώσει» τους πρώην αντιστασιακούς ότι τους είχα προσβάλλει δήθεν, και να κάνουν ρεπορτάζ για την προσβολή τους (βρήκε επίσης και έναν που έλεγε ότι ήταν ο καθεαυτό Κάπταιν Κορέλι. Νομίζω ότι υπάρχουν έξι από αυτούς μέχρι αυτή τη στιγμή). Μια Ελληνική εφημερίδα ενίσχυσε αυτή την ιστορία με τίτλο «Το Μαντολίνο της Γκεστάπο». Προσβλήθηκα τόσο πολύ που ορκίστηκα να μην ξαναπατήσω στην Ελλάδα, ένας όρκος που κράτησε μόλις δύο βδομάδες.

Ένα από τα προβλήματα με την Ελλάδα του 20ου αιώνα ήταν ότι τα πολιτικά τους ήταν υπερβολικά πολωμένα. Ή κάποιος ήταν κάργα αριστερά ή κάργα δεξιά, κέντρο δεν υπήρχε. Επειδή είχα κατηγορήσει τους Αριστερούς, με είπαν φασίστα, ενώ οι Δεξιοί νόμιζαν ότι ήμουν με το μέρος τους. Είχα ένα απαίσιο αίσθημα μόνον με τη σκέψη του να προσπαθήσω να τους εξηγήσω ότι σαν φανατικός κεντρώος, είχα ίση απέχθεια και για τις δυό πλευρές, και τους ευχόμουνα εξίσου κόλαση. Νομίζω ότι έσφαλα που δεν άδραξα την ευκαιρία με τον Κάπταιν Κορέλι, την περίοδο του Λευκού Τρόμου, όταν οι Αριστεροί διώκονταν στην ακροδεξιά σύγκρουση μετά τον εμφύλιο. Δεν ήταν βέβαια στα ενδιφάροντά μου καθώς όλα αυτά εξελίχθηκαν στην Κεφαλονιά, αλλά άφησε μια ανισορροπία.

Και καθώς το νησί είναι και αριστερό, δεν νομίζω να μου κάνουν ποτέ δημόσια προτομή, παρά το τουριστικό μπουμ. Οι Έλληνες κομμουνιστές έχουν τη συνήθεια να τοποθετούν σλόγκαν και ακρονύμια με τεράστια άσχημα κόκκινα γράμματα σε όλα τα διάσημα μέρη, και έτσι ξέρω ότι δεν αγαπούν πραγματικά την πατρίδα τους. Αλλά επιτέλους, η Ελλάδα φτιάχνει ένα δυνατό πολιτικό Κέντρο, και αυτό θα αποτελέσει τη σωτηρία των διανοούμενων αλλά επίσης και την πολιτική και κοινωνική σωτηρία.

....Ένα από τα πιο περίεργα της Ελλάδας είναι ότι δεν είναι μια χώρα με την συνήθη έννοια. Είναι χιλιάδες μέρη που συνδέονται αλλά και χωρίζονται από τη θάλασσα...Ακόμα και τα ονόματα το μαρτυρούν αυτό. Για παράδειγμα, η κατάληξη «..άκης» μάλλον δηλώνει Κρητική καταγωγή, ενώ το «...όγλου» έρχεται από τη Μικρά Ασία. Μετά από έναν καταστροφικό και κακουπολογιμένο πόλεμο στον οποίο ηττήθηκαν από τον Κεμάλ Ατατούρκ, οι Έλληνες Ορθόδοξοι της Μικράς Ασίας εξορίστηκαν ενώ ο Κεμάλ πήρε τους περισσότερους Έλληνες μουσουλμάνους. Τότε φαίνονταν καλή ιδέα, αλλά άφησε πίσω του μια απαίσια νοσταλγία για χαμένες πατρίδες. Επειδή η ταυτότητα καθορίζονταν με θρησκευτική βάση, η Τουρκία πήρε άτομα που μιλούσαν την Ελληνική Γλώσσα και είχαν Ελληνικές συνήθειες και η Ελλάδα παρέλαβε Τουρκόφωνους με Τουρκικές συνήθειες. Και η ειρωνία είναι ότι οι απόγονοι και των δύο προσφυγικών πλευρών θεωρούν την άλλη χώρα ώς χαμένο παράδεισο, ώς κέντρο πολιτισμένης ζωής.

Εγώ βλέπω τις δύο χώρες σαν Κάιν και Άβελ, με τη καθεμιά να έρχεται εκάστοτε στη ρόλο του Κάιν. Και οι δυό είχαν πολέμους ανεξαρτησίας απέναντι στην άλλη. Η σφαγή των Ελλήνων στη Χίο από τη μια μεριά για παράδειγμα και από την άλλη ολόκληρος ο Μουσουλμανικός πληθυσμός της νοτιοανατολικής Ελλάδας αξαφανίστηκε στην πόλεμο της (Ελληνικής) ανεξαρτησίας.

Ενδιαφέρον έχουν επίσης τα κοινά σημεία ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Τούρκοι και Έλληνες είναι υπερβολικοί εθνικιστές, κάτι που με ενοχλεί και στους δύο. ‘Εχουν την ίδια μαγειρική, παρόλο που η Τουρκική σήμερα (και μάλλον προσωρινά) είναι πιο σοφιστικέ. Έχουν την συγκινητική και υπερβολική αίσθηση της προσωπικής τιμής που οι Έλληνες αποκαλούν φιλότιμο και η οποία δημιουργεί ένα σωρό προβλήματα, αλλά επίσης εξηγεί το λόγο που έχουν μια φανατική αίσθηση φιλοξενίας στους ξένους, ενώ από την άλλη μεριά δεν αισθάνονται την υποχρέωση να είναι σωστοί μεταξύ τους.

Είναι γνωστό ότι Έλληνες και Τούρκοι μουσικοί δεν έχουν πρόβλημα να δουλεύουν μαζί, και έχουν και μια ενοχλητική συνήθεια να κλέβουν τις ποπ επιτυχίες του άλλου και να αλλάζουν μόνο τα λόγια....Και όλα αυτά γιατί, κατα τη διάρκεια των Οθωμανικών χρόνων, Έλληνες και Τούρκοι συζούσαν για 400 χρόνια.

Στο παρελθόν μου προξενούσε αηδία η Ελληνική Τουρκοφοβία. Πάντοτε έπαιρνε τη μορφή του «Ένας από τους καλύτερούς μου φίλους είναι Τούρκος...αλλά είναι όλοι τους βάρβαροι». Και οι Έλληνες σπεύδουν να αυτο-ορίζονται ώς μη Τούρκοι μεταξύ άλλων. Αυτό ήταν πάντοτε παράξενο εάν κάποιος αναλογιστεί την κοινή ιστορία και πολιτισμική επίδραση και δεν είναι εποικοδομητικό να ορίζεσαι με όρους αρνητικούς.

Η εξήγηση κρύβεται στη γαλούχηση της βαρβαρότητας (παρόλο ποι οι Τούρκοι δεν έκαναν ποτέ τίποτα χειρότερο στους Έλληνες από ότι οι Έλληνες μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του εμφύλιου) και η Ελλάδα πάντοτε θεωρεί ότι είναι ο μικρός Δαβίδ που ηρωικά στέκεται απέναντι σε έναν βρυχόμενο, απρόβλεπτο και μάλλον βρωμιάρη Γολιάθ. Οι Τούρκοι θεωρούν τους Έλληνες σαν φαγουρόσκονη στο σώβρακο, όχι ιδιαίτερα επικίνδυνους αλλά εκπληκτικά ενοχλητικούς. Τους αρέσει να υπερρίπτανται των Ελληνικών νησιών, για να υποχρεώσουν την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία να εμπλακεί. Αλλά μέχρι να φτάσουν επί τόπου οι Έλληνες, οι Τούρκοι με τα αστειάκια έχουν συνήθως εξαφανιστεί. Όταν δεν εξαφανίζονται, εμπλέκονται σε εικονικές αερομαχίες, διασκεδάζοντας και κάνοντας καλή εξάσκηση. Κάποιος παργματικά αναρωτιέται γιατί δεν το κανονίζουν πιο επίσημα σαν αέρια εξάσκηση.

Αυτό που πραγματικά τους χωρίζει όσο οτιδήποτε άλλο είναι η θρησκεία. Το Ισλάμ είναι πολύ πουριτανικό και κάνει τους Τούρκους περισσότερο θεοσεβούμενους παρά ευδιάθετους και ηδονολάτρες. Αυτό τους έθιξε και καλλιτεχνικά και δεν μπορούν να απολαύσουν ούτε το κρασάκι τους δίχως ενοχές. Δυστυχώς, και το Ισλάμ και η Ελληνική Ορθοδοξία είναι πατριαρχικά, εξουσιαστικά και δογματικά καθεστώτα και έχουν προφανή συμφέροντα να διατηρούν διαιρέσεις. Το πράττουν με το να καλλιεργούν και να γιορτάζουν τη μνήμη Ιερομάρτυρων και ιστορικών γεγονότων.

Στην Ελλάδα η Εκκλησία θεωρεί ότι δεν είσαι Έλληνας άν δεν είσαι Έλληνας Ορθόδοξος, και στην Τουρκία έχουμε μια μακρά ιστορία καταπίεσης ή περιθωριοποιήσης για οτιδήποτε δεν είναι αυστηρά Τουρκικό, αλλά έρχεται στο τέλος της. Σου λένε ότι 99 τοις εκατό των Τούρκων είναι μουσουλμάνοι αλλα αυτό αγνοεί το σημαντικό ποσοστό των Αλεβιτών. Μπορεί να είναι κάπως μουσουλμάνοι. ¨εχουν συνήθως μαγαζιά γιατί δεν μπορούν να βρουν δουλειά στο δημόσιο....

Οι Έλληνες έχουν τη λέξη ξενιτιά, που σημαίνει εξορία, και δίνει βάση στα πιό έντονα αισθήματα νοσταλγίας. Μπορεί να είμαι Βρετανός, και οι Έλληνες Σταλινιστές να με μισούνε, αλλά κάτι αισθάνομαι κάθε φορά που είμαι μακριά από την Ελλάδα για πολύ καιρό. Αυτό που μου λείπει μπορεί να ακούγεται πολύ κλισέ, όπως ένα γεύμα στην Πλάκα, μια τσάρκα στην πάντοτε σαραβαλιασμένη αγορά στο Μοναστηράκι. Και άλλα πάλι είναι πιο εκλεπτυσμένα, μια ωρίτσα στο δισκοπωλείο του Νάκα, μια επίσκεψη στο μουσείο της Ακρόπολης. Άλλα πάλι πιο αισθησιακά, να σταθώ σε μια κοιλάδα με θυμάρι και ρίγανη που σφίζει τόσο από τη βοή της μέλισσας που είναι δύσκολο να κάτσεις, ή να βγώ έξω σε μια μπόρα του Οκτώβρη σαν και αυτές που κρατάνε για τρείς μέρες.

Δε θα αισθανθώ ποτέ νοσταλγία για τους χειρότερους ταξιτζίδες του κόσμου, την απαίσια σκληρότητα απέναντι στις γάτες και την Τουρκοφοβία, αλλά ώρες ώρες αισθάνομαι ότι η πραγματικότητα αναδύεται. Είναι σαν να βρίσκεσαι στο ένα άκρο σε ένα λουρί σκύλου, από αυτά που έχουν το ελατήριο. Σαν μια ενόχληση στο στομάχι. Είναι αυτό που με σταματά στο δρόμο όταν σκέπτομαι ‘Γιατί είμαι εδώ όταν θα μπορούσα να είμαι εκεί;’ Ετσι κυρίως με πληγώνει η Ελλάδα! Ζω σε ένα καθεστός ξενιτιάς χωρίς να είμαι Έλληνας.

Louis de Bernieres 

No comments:

Post a Comment